Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ























Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.


Μαρία Πολυδούρη

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

"Φάτα Μοργάνα"

,






















Θά μεταλάβω μέ νερό θαλασσινό
στάλα τή στάλα συναγμένο ἀπ' τό κορμί σου
σέ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποῦ κοινωνοῦσαν πειρατές πρίν πολεμήσουν.

Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πανί δερμάτινο, ἀλειμμένο μέ κερί,
ὀσμή ἀπό κέδρο, ἀπό λιβάνι, ἀπό βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σέ παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στόν Εὐφράτη στή Φοινίκη.

Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Σκουριά πυροχρωμη στίς μίνες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καί τό Στρατόνι.
Τό ἐπίχρισμα. Ἡ ἅγια σκουριά πού μᾶς γεννᾶ,
Μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπό μας, καί μᾶς σκοτώνει.

Πούθ' ἔρχεσαι; Ἀπ' τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα.


Νίκος Καββαδίας